χρονόμετρο

χρονόμετρο
Ρολόι ειδικής κατασκευής, για να επιτυγχάνεται μεγάλη ακρίβεια, η οποία διαπιστώνεται με δοκιμές από αναγνωρισμένους οργανισμούς ελέγχου (όπως π.χ. τα εργαστήρια του Νεσατέλ και της Γενεύης στην Ελβετία και της Μπρέρα στο Μιλάνο). Εκτός από τους διαφόρους τύπους χ. του χεριού, υπάρχουν τα χ. που προορίζονται για αεροπλάνα, πλοία κλπ., όπως και τα αποκλειστικά ναυτικά χ. Τα όργανα αυτά, αρκετά ογκώδη και σύνθετα, δίνουν ενδείξεις για την εξακρίβωση του γεωγραφικού μήκους, δεν επηρεάζονται από θερμικές μεταβολές, κλυδωνισμούς ή μαγνητικά πεδία, και το σφάλμα τους δεν υπερβαίνει μερικά δέκατα του δευτερολέπτου το 24ωρο. Χρονόμετρο σε αγώνες στίβου (φωτ. ΑΠΕ). Κλεψύδρα του 5ου αι. π.Χ. (Αθήνα, Μουσείο Αρχαίας Αγοράς). Η μέτρηση του χρόνου υπήρξε από την αρχαιότητα ένα μεγάλο πρόβλημα. Μηχανικό ρολόι του 15ου αιώνα. Φωτο-φίνις ιππόδρομου.
* * *
το, Ν
1. ωρολογιακός μηχανισμός εξαιρετικής ακριβείας για τη μέτρηση τού χρόνου
2. (ναυτ.-τεχνολ.) συσκευή μετρήσεως τού χρόνου, μεγάλης ακριβείας, που χρησιμοποιείται ιδίως στη ναυτιλία για τον προσδιορισμό τού γεωγραφικού μήκους τού πλοίου
3. τεχνολ. ο χρονογράφος
4. μουσ. ο μετρονόμος
5. ρολόγι χειρός μεγάλης ακριβείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chronometer < χρόνος + μέτρο. Η λ., στον λόγιο τ. χρονόμετρον, μαρτυρείται από το 1847 στον Αλέξ. Βενιζέλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χρονόμετρο — το ρολόι μεγάλης ακρίβειας που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του χρόνου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

  • Yannis Kondos — Infobox Writer name = Yannis Kondos Γιάννης Κοντός imagesize = caption = birthdate = 1943 birthplace= nationality= Greek deathdate = deathplace= spouse = children = occupation =poet genre = period =1970 ndash; influences = influenced = website =… …   Wikipedia

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • σταλαγμιαίος — αία, ον, Α αυτός που μετρείται με υδραυλικό χρονόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταλαγμός + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. σταγον ιαῖος)] …   Dictionary of Greek

  • στιγμόμετρο — το, Ν 1. ρολόγι ακριβείας, εφοδιασμένο με δείκτη δευτερολέπτων και τών κλασμάτων τους, το οποίο μπορεί να τεθεί σε κίνηση και να σταματήσει ακαριαία με την πίεση ενός κουμπιού, χρησιμοποιούμενο για πολύ ακριβείς μετρήσεις χρόνου 2. (γραφ. τεχν.)… …   Dictionary of Greek

  • υδρία — Πήλινο αγγείο με πλατύγυρο λαιμό και βάση και με τρεις λαβές. Πρωτοεμφανίζεται στους προϊστορικούς χρόνους, εξελίσσεται στους γεωμετρικούς (κυρίως στην Αττική και Βοιωτία) και τελειοποιείται τον 6o αιώνα π.Χ., την εποχή των Πεισιστρατιδών.… …   Dictionary of Greek

  • υδρείο — το / ὑδρεῑον, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑδρήϊον και ὑδρῆον Α [ὑδρεύω] αγγείο άντλησης νερού, κουβάς νεοελλ. ναυτ. θέση ύδρευσης τών πλοίων (μσν. αρχ) χρονόμετρο, με νερό, κλεψύδρα αρχ. δεξαμενή νερού …   Dictionary of Greek

  • υδρολόγιον — τὸ, ΜΑ, και ὑδρολογεῑον Μ χρονόμετρο με νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑδρ(ο) * + λόγιον*] …   Dictionary of Greek

  • υδροσκοπία — η / ὑδροσκοπία, ΝΑ [υδροσκόπος] η αναζήτηση και ο καθορισμός τής θέσης υπόγειων υδάτινων αποθεμάτων (αρχ) χρονόμετρο με νερό, ὑδρολογιον* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”